- μανικιούρ
- τοάκλ. (λ. γαλλ.), η περιποίηση των νυχιών του χεριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μανικιούρ — το η περιποίηση τών νυχιών τών χεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. manicure < λατ. manus «χέρι» + icure (πρβλ. πεντικιούρ < γαλλ. pedicure)] … Dictionary of Greek
μανικιουρίστας — ο, θηλ. μανικιουρίστα [μανικιούρ] αισθητικός που ασχολείται με την περιποίηση τών νυχιών τών χεριών … Dictionary of Greek
ονυχοκομία — η [ονυχοκόμος] η περιποίηση τών νυχιών, μανικιούρ … Dictionary of Greek
ονυχοκόμος — ο, η αισθητικός που ασχολείται με την περιποίηση τών νυχιών, μανικιουρίστας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ονυχοκόμος (< όνυχας [Ι] + κόμος < κομῶ «φροντίζω»)αποτελεί απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. manicuriste (βλ. λ. μανικιούρ)] … Dictionary of Greek
χειροκομία — η, Ν περιποίηση τών χεριών, κν. μανικιούρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κομία (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. παιδο κομία] … Dictionary of Greek